κέντημα

κέντημα
τό
1) вышивание; 2) вышивка; 3) укалывание; 4) укол; укус (насекомого и т. п.); 5) перен. укол; колкое замечание, колкость; 6) перен. побуждение, импульс, толчок

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "κέντημα" в других словарях:

  • κέντημα — point neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κέντημα — Διακόσμηση υφάσματος που εκτελείται με βελόνα και νήμα μεταξωτό, μάλλινο κλπ. Οι συνηθέστερες βελονιές που χρησιμοποιούνται για τη δημιουργία των κ. είναι η αρχαιότατη αλυσοβελονιά, η οποία μοιάζει με πλεξίδα, η σταυροβελονιά, η πισωβελονιά, που… …   Dictionary of Greek

  • κέντημα — το, ατος 1. κέντηση με αιχμηρό όργανο: Τον πόνεσε το κέντημα της καρφίτσας. 2. η διαποίκιλση υφάσματος με βελόνα και νήμα ή το εργόχειρο: Ασχολείται με το κέντημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κεντημάτων — κέντημα point neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντήμασι — κέντημα point neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντήμασιν — κέντημα point neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντήματα — κέντημα point neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντήματι — κέντημα point neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεντήματος — κέντημα point neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… …   Dictionary of Greek

  • Σποράδες — Έτσι ονομάζονταν στην αρχαιότητα τα κατασπαρμένα νησιά του Αιγαίου, του Κρητικού και του Καρπάθιου πελάγους, σε αντίθεση προς το νησιωτικό κύκλο, που περιέκλειε τη Δήλο. Στα νεώτερα χρόνια είχε επικρατήσει να ονομάζονται Ανατολικές Σ. τα κατά… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»